τρισένδοξος

τρισένδοξος
-η, -ο, Ν
πάρα πολύ δοξασμένος, ενδοξότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι-* + ένδοξος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αλέξ. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τρισένδοξος — η, ο πάρα πολύ ένδοξος, ενδοξότατος: Ο τρισένδοξος Βοναπάρτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάνδοξος — ον, Α πανένδοξος, τρισένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δοξος (< δόξα), πρβλ. βαθύ δοξος] …   Dictionary of Greek

  • πανεύδοξος — ον, Μ αυτός που έχει εξαιρετικά καλή φήμη, πολύ ένδοξος, τρισένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὔδοξος] …   Dictionary of Greek

  • περικλεής — ές, ΝΑ τρισένδοξος, πολύ φημισμένος, ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κλεής (< κλέος «δόξα»), πρβλ. επι κλεής] …   Dictionary of Greek

  • περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τρισευκλεής — ές, ΝΜ τρισένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐκλεής «ένδοξος»] …   Dictionary of Greek

  • υπερένδοξος — η, ο ο πολύ ένδοξος, ο τρισένδοξος, ο ενδοξότατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”